Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

«Πού 'ναι η μάνα σου, μωρή;» Η Δήμητρα Πέτρουλα θυμάται...

 

Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των  Γερμανών όταν ήταν τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του  πατέρα της, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε -

Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε
τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των Γερμανών όταν ήταν
τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του πατέρα της,
καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε ...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dimitra-petroula-ezise-ti-sfagi-tis-ikogenias-tis-apo-sinergates-ton-germanon-otan-itan-trion-eton-69-chronia-meta-psachni-mia-fotografia-tou-patera-tis-kapetaniou-tou-elas-pou-den-gnorise/
Δήμητρα Πέτρουλα. Έζησε
τη σφαγή της οικογένειάς της από συνεργάτες των Γερμανών όταν ήταν
τριών ετών. 69 χρόνια μετά ψάχνει μια φωτογραφία του πατέρα της,
καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δεν γνώρισε ...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dimitra-petroula-ezise-ti-sfagi-tis-ikogenias-tis-apo-sinergates-ton-germanon-otan-itan-trion-eton-69-chronia-meta-psachni-mia-fotografia-tou-patera-tis-kapetaniou-tou-elas-pou-den-gnorise/

Το χωριό μας το λένε Μοναστήρι ή Πετρουλιάνικα. Όλο ανήκε στην οικογένεια Πέτρουλα. 



20 του Γενάρη για μένα ήτανε η πιο μαύρη, η μαύρη, δεν υπάρχει άλλη,
ημερομηνία της ζωής μου. Ήταν ημέρα Κυριακή, το 1946, όταν οι Χίτες
ήρθανε στο χωριό μας. Τότε ήμουνα τριάμισι χρονών περίπου. Mε ρώτησαν,
επειδή καθόμουνα στην αυλή του σπιτιού: «Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή;»



Εγώ κατάλαβα ότι ήταν οι Χίτες και μπαίνω μέσα και λέω της μάνας μου:
«Μαμά, μάνα, ήρθαν, ήρθαν οι Χίτες!» Aυτή με παίρνει αγκαλιά και
προσπαθεί να κλείσει την πόρτα. Αλλά αυτοί δυστυχώς τη σπάζουν, μπαίνουν
μέσα, βγάζουν τη μάνα μου έξω.



Μετά από λίγο, είδα όλους τους συγγενείς, θείους, θειάδες, ξαδέρφες, σε
μια σειρά. Κι απέναντι απ’ τη σειρά, καμιά δεκαριά άντρες, Χίτες, με
όπλα. Κι ένας μάλιστα είχε κι ένα αυτόματο, ένα με ποδαράκια σιδερένια,
τότε μου ‘κανε εντύπωση γιατί όλα τ’ άλλα ήτανε χωρίς ποδαράκια.



Η μάνα μου εμένα με κρατούσε στην αγκαλιά και μ’ άφησε κάτω, γιατί τότε
ήμουνα τριάμισι χρονών κι εγώ πιασμένη από τη φουστάνα της, όπου
πήγαινε πήγαινα. Το χεράκι μου κράταγε σφιχτά τη φουστάνα της μάνας μου,
μια καφέ φουστάνα μακριά.



Άρχισαν να σκοτώνουν, όλους.



Η μάνα μου, θέλησε ίσως να με σώσει, μου πέταξε, μου έβγαλε το χέρι από
τη φουστάνα και πήγε μπροστά σε όλη τη σειρά κι εκείνοι την
πολυβολούσαν μ’ αυτό το όπλο που είχε ποδαράκια. Την είχανε κάνει
κόσκινο.



Πέσαν όλοι χάμω. Εγώ είχα μείνει όρθια. Κι είχα μείνει όρθια και μου
είχε μπλέξει ένας βάτος στα μαλλιά και δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου.
Ήρθε λοιπόν ένας εκεί μ’ ένα πιστόλι και μου το ‘χε βάλει στο μέτωπο.
Όχι στο πλάι, μπροστά.



Του λέγανε οι άλλοι: «Σκότωσέ την!» Λέγανε οι άλλοι: «Όχι μωρέ το
κακόμοιρο, άσ’ το…» Εγώ λύσσαξα. «Κακόμοιρο», την κόρη του Πέτρουλα,
«κακόμοιρο»; Ο άλλος έλεγε: «Κι αυτή σπέρμα του Σωτήρη είναι!» Κι εγώ
χαρά, που ‘μουν κόρη του Σωτήρη... 
Αυτός κατέβασε το πιστόλι και λέει: «Μωρέ δεν μπορώ, την Παναγία του!» Και μ’ άφησε.



Κι έμεινα δύο μερόνυχτα μες στους σκοτωμένους.



Κάποια στιγμή, είχε έρθει ο πατέρας μου με τον αδερφό μου τον Βάσο.
Αλλά ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου δε με είδανε, μάλλον μου ‘χε κοπεί η
μιλιά. Εγώ τους είδα, αλλά δεν μπορούσα να τους μιλήσω.



Η μία μου αδερφή όμως δεν είχε πεθάνει, ήτανε τραυματισμένη. Όταν
είχανε βάλει την αδερφή μου την πληγωμένη πάνω σε μία σκάλα κι ήτανε μία
γκρι κουβέρτα από κάτω και την πηγαίνανε, τώρα ο πατέρας μου πίσω, μου
φαινότανε γέρος. Γιατί να μου φαίνεται γέρος; Γιατί είχε άσπρα μαλλιά.
Άσπρισε απ’ τη μία στιγμή στην άλλη όταν είδε τη μάνα μου σκοτωμένη, τον
αδερφό του, τις κόρες του, άσπρισε. Τα μαλλιά του.



Προσπαθήσανε να φωνάξουν τον γιατρό να της βγάλει τις σφαίρες, γιατί
δεν ήτανε θανάσιμα πληγωμένη. Τέσσερις σφαίρες είχε. Αλλά τον γιατρό,
του είπανε οι Χίτες: «Μην τυχόν και πας, γιατί θα σκοτώσουμε κι εσένα,
θα πάμε πάνω και θα σκοτώσουμε τους υπόλοιπους!» Κι έτσι δεν πήγε ο
γιατρός. Τελικά πέθανε από γάγγραινα η αδερφή μου η Καλλιόπη, δώδεκα
χρόνων.



Τελικά, θυμάμαι που ήρθανε και τους θάψανε κι ήθελα να μπω μέσα στον
τάφο να πάω μαζί με τη μάνα μου. Όλα αυτά όμως μου φαινόντουσαν σαν
κάποιο παιχνίδι, δεν είχα καταλάβει, δεν είχα ενώσει τις εικόνες που
έβλεπα, με τις έννοιες. Τι ήταν αυτό που έβλεπα.



Θυμάμαι σ’ ένα δωμάτιο καθότανε ο πατέρας μου, είχε μόνο ένα λυχνάρι,
δεν είχαμε φως τότε, μου έδινε ψωμί με λάδι κι εγώ τον κοίταγα κι αυτός
δεν ήθελε ούτε καν να με κοιτάξει. Και μου ‘λεγε μόνο: «Φάε, φάε το ψωμί
σου». Και θυμάμαι, στο πρόσωπο του πατέρα μου ένα δάκρυ.



Μετά με πήρε μια θεία μου. Ήτανε η γυναίκα ενός αδερφού του πατέρα μου.
Δεν πέρασα καλά μαζί της, η γυναίκα ήταν πάμφτωχη κι όλο πείναγα. Κι
ενώ μ’ είχανε μάθει όλοι να μ’ αγαπάνε, να με στολίζουνε, να με
ποτίζουνε, να με ταΐζουνε, με σκότωνε στο ξύλο ο γιος της, γιατί
κατουριόμουνα. Με τη λουρίδα. Εγώ σάμπως το ‘ξερα που κατουριόμουνα;



Οι Χίτες ήρθανε και τη σκότωσαν κι αυτήνε, τον Ιούνιο του ’48 παρακαλώ,
’47. Ήμουνα ήδη πέντε χρονών; Σκότωσαν αυτήν, την αδερφή της, τον γιο
της και την κόρη της.



Η κόρη ήτανε περίπου δεκαπέντε χρονών, η μεγάλη, τη λέγανε Ποτούλα.
Όταν μπήκαν οι Χίτες κατακομμάτιασαν, καταξέσκισαν την Ποτούλα. Όταν την
είδα τρελάθηκα. Της είχανε κόψει τα χείλια, της είχανε... δεν μπορώ να
περιγράψω πώς ήτανε.



Σκότωσαν τον Πέτρο, ο γιος της που μ’ έδερνε με τη λουρίδα, περίπου
δεκατεσσάρων χρονών, ο Πέτρος. Μπορεί να τον φοβόμουνα αλλά όταν τον
είδα σκοτωμένο, τον παρακάλαγα να σηκωθεί και του ‘λεγα: «Κοίταξε,
κατουρήθηκα, κατουρήθηκα! Σήκω να με δείρεις! Σήκω! Κατουρήθηκα…»



Ο πατέρας μου λοιπόν, μετά απ’ αυτό, πήγε και παρουσιάστηκε. Γιατί
είχανε πει ότι όσοι έχουν δώσει τα όπλα, έχουν παραδώσει τα όπλα, θα
πάρουνε... δε θα τους δικάσουνε. 
Μόλις
πήγε και παρουσιάστηκε ο πατέρας μου στις φυλακές της Σπάρτης, κι ο
αδερφός μου ο Αντώνης, ο μεγάλος αδερφός, ήτανε κι αυτός στις φυλακές
της Σπάρτης. Και μόλις βλέπει τον πατέρα μου, λέει: «Καλέ αυτός ο γέρος
με τα γένια και τ’ άσπρα μαλλιά που ‘ναι σχεδόν τυφλός, μοιάζει πολύ με
τον πατέρα μου». Και τελικά ήταν ο πατέρας του, ο οποίος δεν είχε
ξυριστεί, όπως το συνηθίζουν οι Μανιάτες, απ’ τον καιρό που σκοτώθηκαν ο
αδερφός του κι η γυναίκα του και τα παιδιά του, μέχρι που μπήκε στις
φυλακές της Σπάρτης.



13 Μάρτη ένα τζιπ με Χίτες πάτησε μια χειροβομβίδα και νόμιζαν ότι το
‘χαν βάλει οι αντάρτες, γιατί ακόμα υπήρχε ο Εμφύλιος. Και πάνε στις
φυλακές της Σπάρτης και θέλανε μέσα, να μπούνε μέσα να σκοτώσουν τους
κρατούμενους. Ο διευθυντής των φυλακών πήγε να τους εμποδίσει, τον
σκοτώσαν αυτόνε, μπήκανε στις φυλακές της Σπάρτης, σκότωσαν τους
περισσότερους και φωνάζανε: «Τον γενάτο! Τον γενάτο!», τον πατέρα μου
δηλαδή. Και τον σκότωσαν σ’ έναν φοίνικα κοντά.



Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι καθόλου, το πρόσωπό του. Θυμάμαι σκηνές.
Που ερχότανε απ’ έξω, κι όπως άνοιξε η πόρτα κι είχε ήλιο απ’ έξω, στο
σπίτι ήτανε σκοτεινά, είχε στο χέρι του ένα πορτοκάλι για μένα. Κι απ’
ό,τι λένε, ότι το μόνο παιδί που είχε πάρει αγκαλιά κι είχε νανουρίσει,
ήμουνα εγώ.



Μ’ έφερε ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, στον Πειραιά σε μια κυρία, που
μου έλεγε «η καλή θειούλα» και θα μείνω μαζί της μέχρι να φτιάξουν τα
πράγματα. Εγώ παιδάκι τότε, νόμιζα ότι τα «πράγματα» ήτανε σακιά, σακιά,
σακιά, σακιά, που θα ‘πρεπε να τα βάλουνε στη σειρά. Κι εγώ έλεγα: «Μα
μπορώ να κοιμάμαι πάνω στα πράγματα και να ‘μαι μαζί σας, γιατί να πάω
στην καλή τη θειούλα;»



Ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, πληγώθηκε στη μάχη των Καλαβρύτων με
τον Δημοκρατικό Στρατό και τον αφήσανε στον Χελμό, πιστεύοντας ότι θα
γυρίσουν να τον πάρουν. Αλλά δεν μπόρεσαν να γυρίσουν, τον βρήκανε
πληγωμένο ο στρατός ο της κυβέρνησης και τον αποτελειώσανε, γιατί θέλανε
να μαρτυρήσει πόσοι είναι οι αντάρτες, πόσοι είναι, πόσοι είναι, τέλος
πάντων, στον Δημοκρατικό Στρατό.



Πέρασαν τα χρόνια, η καλή κυρία ήθελε να, δεν ξέρω με ποιον τρόπο,
ήθελε να πιστέψω ότι αυτή ήτανε η μαμά μου η πραγματική. Τώρα δεν είναι
δυνατόν σ’ ένα παιδί πέντε χρόνων ήδη να του πεις ότι δεν είναι η μαμά
σου μαμά σου, είμαι εγώ. Εγώ έκανα πως το πίστευα, γιατί διαισθανόμουνα
ότι αυτή η κυρία ήθελε να πιστέψει εκείνη ότι εγώ ‘μουνα παιδί της. Είχα
ένα σκυλάκι το οποίο τον σκότωσαν οι Χίτες όταν μπήκαν στο χωριό, τον
λέγανε Λεούτση. Το βράδυ που πήγαινα στο κρεβάτι μου, αυτό το σκυλί εγώ,
κάθε βράδυ νοητά το ‘παιρνα στο, αντί για μαξιλάρι τάχα μου ήταν ο
Λεούτσης και του ‘λεγα: «Εγώ είμαι η Δήμητρα η Πετρούλα, η κόρη του
Σωτήρη και της Μαριγούλας, δεν είμαι η κόρη της Αρτεμισίας!», Αρτεμισία
λέγαν την καλή κυρία. Για να μην το ξεχάσω.



Κάποια φορά, ήρθε η αδερφή της κυρίας κι είχε γίνει μία παρεξήγηση,
τώρα δε χρειάζεται να πω τι. Και μου ‘βρισε και τον πατέρα μου και τη
μάνα μου. Μου είπε: «Η πουτάνα η μάνα σου κι ο εγκληματίας ο πατέρας
σου!» Εγώ εκείνη την ώρα, της λέω: «Μη μιλάς για τη μάνα μου και για τον
πατέρα μου, πλένε το στόμα σου με ροδόσταμο! Έχετε υπόψη σας, εγώ θα
φύγω».



Όταν λοιπόν τον Σεπτέμβρη του ‘58, πηγαίναμε στην Κέρκυρα, να κάνουμε
επισκεπτήριο στον αδερφό μου, είχα γνωρίσει έναν Λίβυο, μιλάγαμε όλη τη
νύχτα, μιλάγαμε, μιλάγαμε αγγλικά τέλος πάντων και καμιά φορά και
ιταλικά κι είχαμε αλληλογραφία. Και μου είχε κάνει πρόταση γάμου.



Όταν μου τα ‘πε αυτά η αδερφή της Αρτεμισίας, ότι η μάνα σου η τάδε κι ο
πατέρας σου ξέρω ‘γω, του γράφω: «Ισχύει η πρόταση γάμου;». Μου
απάντησε: «Ναι». Τώρα δεκαέξι χρονών άντε να ξέρεις τι θα πει έρωτας. Το
θεώρησα πρώτα-πρώτα μια ευκαιρία να φύγω.



Και στις 22 Δεκέμβρη παντρευτήκαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ελληνικό
γάμο. Δεν ήθελα να φύγω απ’ την Ελλάδα και να πουν ότι η κόρη του
Πέτρουλα έφυγε αστεφάνωτη, ξέρω γω, πώς τα λένε στα χωριά. Κι αρχές
Γενάρη, αντί να πάω σχολείο, πήγα στο αεροδρόμιο και φύγαμε για Λιβύη.



Δεν ήταν ο άντρας μου κακός, ας πούμε, στο να χαρτοπαίζει ή να πίνει ή
να... Ο άντρας μου όμως με τα δεδομένα, και τα ήθη και τα έθιμα των
μουσουλμάνων, τη γυναίκα την έχουν μόνο για να σκουπίζουν τα πόδια τους,
δεν είναι τίποτα. Η γυναίκα είναι, σας λέω, να σκουπίζει τα πόδια του.
Ε, δεν πέρασα καλά. Δεν ήτανε καλός σύζυγος. Χειροδικούσε. Κι εγώ επειδή
όλοι με δέρνανε, μα όλοι! Όλοι με δέρνανε, οπότε μόλις με έδειρε κι ο
άντρας μου, έλεγα αφού με δέρναν όλοι, γιατί να μην με δείρει κι ο
άντρας μου; Είχα και πολύ ξύλο απ’ αυτόν, πολλή ζήλεια, πάρα πολύ. Αυτά.
Ας μην συνεχίσω.



Tα παιδιά που δολοφόνησαν τη μάνα μου που ήταν μαζί με τους Χίτες,
δεκαεφτά και δεκαοχτώ χρονών, είναι το ίδιο θύματα με τους γονείς, με τη
μάνα μου και τις αδερφές μου και τους υπόλοιπους. Γιατί; Γιατί πριν
γίνουνε άνθρωποι, τους πήραν αυτοί οι Χίτες και τους κάνανε κτήνη. Γιατί
τι μπορεί να είχε ένας δεκαεφτάχρονος με την αδερφή μου που ούτε καν τη
γνώριζε, έντεκα χρόνων-δώδεκα χρονών; Και την άλλη, δεκατεσσάρων; Τι
μπορεί να είχε με τη μάνα μου; Με τη θειά μου; Με την ξαδέρφη μου, που
ήταν δεκαεπτά χρονών, επτά μηνών έγκυος κι είδα το μωρό της μέσα στ’
άντερα κι είδα τα μυαλά του θείου μου να τα τρώνε οι κότες; Tι; Τι; Τι;
Δε μας γνωρίζανε.



Ο Εμφύλιος, δυστυχώς, έτσι είναι. Δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος. Κατάλαβες; Έτσι έγινε η ιστορία όλη.



Ονομάζομαι Δήμητρα Πέτρουλα, του Σωτήρη και της Μαριγούλας. Τώρα κοντεύω ογδόντα. Αυτά τα δικά μου.


Αλέξη Πάρνη «Γεια χαρά Νίκος. Η αλληλογραφία μου με τον Νίκο Ζαχαριάδη»

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ





“Αρχή άνδρα δείκνυσι”, λέει το ρητό. Όμως και η πτώση από το θώκο
της, ο τρόπος που την αντιμετωπίζει είναι ενδεικτικός για τον ηγέτη και
την ποιότητα του.





 Ό,τι με εντυπωσίασε ιδιαίτερα στη συμπεριφορά του Νίκου Ζαχαριάδη τα χρόνια της  δοκιμασίας μετά την καθαίρεση κι εκτόπιση στ’ απόκοσμο, βαλτωμένο Μποροβίτσι ήταν η  αξιοπρέπεια και η ακατάβλητη καρτερία  του στα πλήγματα της μοίρας.





Η κατοπινή εξορία στο ζοφερό πηγάδι του Σοργκούτ, ότι τράβηξε εκεί,  έντεκα μαρτυρικά χρόνια, ως την «προγραματισμένη» αυτοκτονία  του (ήταν το τέλος του κυκλωμένου πολεμιστή που διαλέγει το θάνατο από την παράδοση), επιβεβαίωσαν την εντύπωση μου.
Αυτά τα δεκαεφτά χρόνια κάθειρξης στη Σοβιετική Ένωση, τη χώρα που  λάτρεψε κι υπερασπίστηκε  όσο κανείς άλλος Ευρωπαίος κομμουνιστής ηγέτης, η αντίσταση του στην αισχρή συμπεριφορά της έκλυτης σοβιετικής νομενκλατούρας -της θαμμένης τώρα πια στο σκουπιδαριό  της ιστορίας-, που δεν μπόρεσε να τον λυγίσει, είναι για μένα ισάξια με τη λεβέντικη, πατριωτική του στάση στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και το ιστορικό “Ανοιχτό γράμμα”, το έναυσμα της κατοπινής εαμικής αντίστασης.





Ποια θα ‘ναι αλήθεια η ετυμηγορία της ιστορίας γι’ αυτό τον αλύγιστο Έλληνα επαναστάτη, που  διάλεξε να αυτοκτονήσει σαν τον ομηρικό Αίαντα για να διασώσει την τιμή, την αξιοπρέπεια, τα  ιδανικά του αγώνα  του για μιαν «Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς», μ’ ένα γνήσιο λαϊκό πολιτισμό, δίχως καμιά ξένη εξάρτηση;





Εγώ προσωπικά έχω τη γνώμη ότι αυτό θα εξαρτηθεί απ’ τη σύνθεση του ειδικού δικαστηρίου: Αν τον κρίνουν ο Σπάρτακος, ο Δαντών, ο  Ροβεσπιέρος, οι εξεγερμένοι της παρισινής κομμούνας, η  λενινιστική φρουρά του μεγάλου Οκτώβρη του 1917 κι άλλοι ομοϊδεάτες, θα δικαιωθεί πανηγυρικά.
Το
αντίθετο θα συμβεί έτσι και ανέβουν στην έδρα κάποιοι εκπρόσωποι τ’
αστικού κοινοβουλίου, αν κι εδώ που τα λέμε θα έπρεπε να δηλώσουν
αναρμοδιότητα.





Υπάρχει κι ένα τρίτο δικαστήριο, αυτό της επικής ποίησης, που πετυχαίνει πολύ πιο δίκαια, ανθρώπινα και ουσιαστικά ν’ αποτυπώνει ανεξίτηλα τα πρόσωπα και τα πράγματα κάποιων  κοσμογονικών εποχών.





Έχοντας πάντα κατά νου πως η δικαιοσύνη





πολλές κρατάει ζυγαριές, κι ότι μπορεί να κρίνει 





κι από τα κάτω τα σκαλιά κι από τ απάνωθέ της, 





σαν πρωτοβάθμιος δικαστής αλλά και σαν εφέτης, 





με τα σταθμά του σήμερα, τ αύριο και τ απείρου, 





με τη ματιά του Ιησού, του Αισχύλου ή του Σαίζπηρου. 





Ωραία και καλά όλ’ αυτά, θα μπορούσε να παρατηρήσει ο καλοπροαίρετος
αναγνώστης. Αλλά δε νομίζεις ότι θα πρέπει να επισημαίνουμε τους  λαθεμένους χειρισμούς κάποιου σεβαστού κατά τ’ άλλα ηγέτη, ώστε να παραδειγματίζονται οι επόμενες αγωνιστικές γενιές;





Εννοείται βέβαια ότι η κριτική είναι δασκάλα της εμπειρίας και της  γνώσης, αρκεί να γίνεται δίχως εμπάθεια και ευτελείς προσωπικούς λόγους, αλλά με αίσθημα ιστορικής ευθύνης, με ανάλογο σεβασμό και περίσκεψη -έτσι όπως κάνουν οι άνθρωποι μέσα στην ίδια τους την οικογένεια-, για όσους πρωτοστάτησαν στη δημιουργία μιας μεγάλης ιστορικής εποχήςανεβάζοντας το επίπεδο των λαϊκών αγώνων μέχρι την ένοπλη σύγκρουση με τους ξένους και ντόπιους δυνάστες κάθε μορφής.





Αυτό, ακόμα κι από μόνο του, ήταν μια μεγάλη ηθική νίκη με τεράστια  θετική επίδραση στις επόμενες γενιές – έστω κι αν δεν έφερε το αναμενόμενο στρατηγικό αποτέλεσμα.
Κι όσο για τις στραβοτιμονιές και τα λάθη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν οι ηγέτες μιας  αδυσώπητης κοινωνικής σύγκρουσης, όπου κι οι δυο αντίπαλες πλευρές έκαναν τα πάντα για να επικρατήσουν, χρησιμοποιώντας τους πιο σκληρούς, ανορθόδοξους τρόπους.
Όσοι είχαν το κουράγιο αλλά και την τύχη -καλή ή κακή- να πάρουν μέρος σε παρόμοιους αγώνες ήξεραν καλά ότι δε
θα χόρευαν μαζί με την ιστορία, το πράο «κοινοβουλευτικό» ταγκό, αλλά
τον πολεμικό «χορό των σπαθιών», που μπορεί να σε φέρει, στο φούντωμα
της μάχης, να χτυπήσεις μαζί με τον εχτρό και τον δικό σου.





Γιατί π.χ. σκότωσε ο Μέγας Αλέξανδρος το φίλο του Κλείτο, και
γιατί έστειλε το Δαντών στην γκιλοτίνα ο Ροβεσπιέρος, που κι αυτός
καρατομήθηκε από τον Καμπόν;

Και γιατί ο Γκούρας
στραγγάλισε τον Αντρούτσο, κι οι Μαυρομιχάληδες σκότωσαν τον
Καποδίστρια, και γιατί χτυπήθηκε τόσο σκληρά Ζαχαριάδης με τον επιστήθιο
φίλο της νιότης του Κ. Καραγιώργη, και γιατί…;









Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς επί του προκειμένου. Αλλά όμως θα ‘ταν καλύτερο να σωπάσει, κοιτώντας ψηλά με το δέος και την αμήχανη απορία του αμύητου στο αινιγματικό μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης – σαν ένα βουβό πρόσωπο απ’ την «Ταφή του κόμητος Οργκάθ». (1)





Ω, πόσο ατελές είναι το ανθρώπινο πλάσμα, και πόσες ακόμα βασανιστικές επεξεργασίες θα πρέπει να γίνουν ως να μπει στην τελική φάση της ολοκλήρωσης!
“Πάντα ρει” κι ο καθένας «χους εστί και εις χουν απελεύσεται». Αλλά, όπως λέει κι ο θαυμάσιος Ισπανός ποιητής Λουις Θερνουδα (1902-1963),
που πέθανε ως πολιτικός εξόριστος μακριά απ’ τη γη του, ο άνθρωπος δε
θα πάψει ποτέ να είναι “το χώμα που αγωνίζεται να γίνει φτερούγα”.
Κι
αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα κάθε γενιάς στην επόμενη. Αλλά κι ο
βασικός λόγος για να θυμόμαστε με στοργική κατανόηση τους τραγικούς
ήρωες της αέναης εξελικτικής πορείας:





Πρέπει να μιλάμε συχνά για τους στρατιώτες





που τους χτύπησε πρόωρα





η πισώπλατη λησμονιά τον κόσμου.





Σίγουρα θα θυμούνται ακόμα εκεί κάτω





πώς αποκόπηκαν ξαφνικά απ’ το γήινο γάλα.





Κάποιες νύχτες ακούω το στεναγμό τους





πίσω απ’ τον κωφάλαλο τοίχο.





Οι φυχες τους κλαίνε σα βρέφη,





ζητώντας επίμονα τη μητρική στοργή





της Ανθρωπότητας,





το χάδι της και την έγνοια.





Θέλουνε να μιλάμε αδιάκοπα γι αυτούς…





Γιατί η ανθρώπινη μνήμη έχει τη δύναμη





να νικάει την άσπλαχνη λήθη των θεών.





Ναι, πρέπει να τους θυμόμαστε, έχοντας ωστόσο κατά νου ότι οι  ήρωες  μιας επικής ιστορικής εποχής ανήκουν σ’ ένα ιδιόμορφο «οικοσύστημα», με δικούς του νόμους, θέσφατα, κώδικες.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους κατακρεουργημένους απ’ τις αδικίες των καιρών και των περιστάσεων  τραγικούς ήρωες της ελληνικής επαναστατικής Αριστεράς.
Και το Ζαχαριάδη, και το Βελουχιώτη, και τον Πλουμπίδη, και τον  Καραγιώργη, και τους λοιπούς της ατέλειωτης φάλαγγας.
Δεν πρέπει να τους εξωραίζουμε ή να τους  αναπαλαιώνουμε,  ερμηνεύοντας τη ζωή, τη δράση και το μαρτύριο τους έξω από την εποχή που τους ανέδειξε, μοιράζοντας ολόχρυσες τιάρες στους μεν κι ακάνθινα στέφανα στους δε…
Είναι όλοι τους ουσιαστικά τμήματα από τον ίδιο θρυμματισμένο και θαμμένο στη γη “αμφορέα”.





Οταν με τον καιρό θα τα συναρμολογήσει σωστά ο αντικειμενικός μελετητής, ελευθερώνοντας τις παραστάσεις, τα χρώματα ή τα  “παλίμψηστα” από την αιθάλη των πρόσκαιρων παθών και  φανατισμών, θα τους δει πάλι μαζί καθισμένους, εμπρός σε μιαν αντάρτικη φωτιά ή μέσα σε ένα  παράνομο σπίτι της
Αθήνας ή οπουδήποτε στην Ελλάδα (έτσι όπως τους ζωγράφισε η “ομηρική”
τους εποχή), να μιλάν για τα παλιά, λύνοντας τις διαφορές σαν παιδιά της ίδιας επαναστατικής οικογένειας…










«Στα τριάντα χρόνια της κομματικής μου ζωής δεν υπάρχει
βρωμιά συνεργασίας με τον εχθρό. Στο Βουκουρέστι δεν ήρθα σε επαφή με
κανένα εχθρικό στοιχείο, ούτε έδωσα τίποτα πουθενά. Όλη μου η τραγωδία
έμεινε μες στην ψυχή μου»
, θα λέει ο Κ. Καραγιώργης σκαλίζοντας τη φωτιά και τις πληγές του.
Κι ο Ν. Πλουμπίδης θα
πνίγει το βήχα του καπνού και του χτικιού, για να πει το δικό του
καημό, αυτόν που κατέγραψε στο τελευταίο του γράμμα από το κελί των
μελλοθανάτων: «Σήμερα είναι Χριστούγεννα. Βρίσκομαι ανάμεσα στη
ζωή και το θάνατο. Λίγα λόγια: 1) Για τη σύλληψη: οφείλεται σε
χαφιεδισμό 2) Για την “προδοσία”. Αυτό που επείγει δεν είναι η ανασκευή
της κατηγορίας -αυτό θα το κάνει το Κόμμα αργότερα-, αλλά η διαφύλαξη
της ενότητας του Κόμματος, της εμπιστοσύνης στην ηγεσία του…».





Και θα συνεχίζει ο Ν. Ζαχαριάδης για να πει τα δικά
του, όσα συμπύκνωσε στις επιστολές που ‘στελνε από το Μποροβιτσι με το
κοινό ταχυδρομείο, ώστε να τα διαβάζει η σοβιετική ηγεσία μήπως και
βάλει μυαλό.





Θέλω να κλείσω την απαραίτητη αυτή εξήγηση υπενθυμίζοντας τους
κλασικούς στίχους του Όργουελ για έναν αδικημένο μαχητή της Διεθνούς
Ταξιαρχίας στην Ισπανία:





… το ψέμα που σε σκότωσε 





θάφτηκε κάτω από ‘να μεγαλύτερο ψέμα… 





Αλλά αυτό που είδα εγώ στο πρόσωπο σου καμιά δύναμη δεν μπορεί να το σβήσει… (2)









Αυτό που βλέπω εγώ στο πρόσωπο του Νίκου Ζαχαριάδη είναι η διάρκεια του – η επιβίωση στο μέλλονΓιατί,
ό,τι και να είπαν ή να έγραψαν οι συκοφάντες- φονιάδες του κι όσοι
καλοταϊσμένοι απ’ το κατεστημένο “επαναστάτες” προσπαθούν τόσα χρόνια
τώρα να τον κρατήσουν βαμμένο, η ελληνική ιστορία θα τον τοποθετήσει
πολύ ψηλά όταν έρθει το απαιτούμενο πλήρωμα του χρόνου. Όχι μόνο για τον
ηγετικό του ρόλο στο λαϊκό κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και για κάποιες
ειδικές αρετές του ελληνικού του χαρακτήρα, που τις εκτιμάει ιδιαίτερα ο
λαός μας.





Όπως διδάσκει η κοινωνική εξέλιξη, τα κοινωνικά “άλματα μετά φοράς”, δηλαδή οι λαϊκές ένοπλες επαναστάσεις, δεν είναι καθημερινό προσφάι και ψωμοτύρι. Ποιος ξέρει σε πόσα χρόνια και με ποια μορφή θα γεννηθεί η ανάγκη μιας παρόμοιας εξόρμησης στην ψυχή αυτών που έρχονται!





Εν πάση περιπτώσει, όποτε και να συμβεί, θα τον θυμηθούν αναμφισβήτητα οι εξεγερμένοι. Κι αυτός που λογαριάζεται τώρα ένα παρωχημένο παρελθόν θ’ αποκτήσει ελεύθερη πρόσβαση στο μέλλον και θα κληθεί από τους νέους επαναστάτες σα δάσκαλος και σύμβουλος και μέντορας του νεοσύλλεκτου ηφαίστειου.
Κι αυτό θα είναι πράξη δικαιοσύνης από μέρους τους, επειδή, παρ’ όλα τα σφάλματα και τις πλάνες, ήταν ο κορυφαίος ανάμεσα στους καλύτερους επαναστάτες αυτού του τόπου, όπως δείχνει και το  βαθμολόγιο  του  αγώνα. Ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανυποχώρητη μέχρι θανάτου αντίσταση  στον αντίπαλο, τη μακρόπνοη, ηράκλεια αντοχή στην κακουχία και το μαρτύριο…





Πέντε χρόνια στα κελιά απομόνωσης της 4ης Αυγούστου, άλλα
τέσσερα στο Νταχάου, δεκαεφτά στα κολαστήρια των Σοβιετικών «Ρασπούτιν».
Σύνολο είκοσι πέντε χρόνια!
(3). Και μόνον αυτό φτάνει για να του  βγάλει  το καπέλο και να του στήσει τον οφειλόμενο ανδριάντα η ιστορία των κοινωνικών αγώνων του τόπου μας για «ψωμί, λευτεριά και τιμή τον λαού».
Για μια Ελλάδα, λεύτερη, ανεξάρτητη, “λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση”.





Είχα μιλήσει μαζί του για τελευταία φορά το Μάρτη του 1962. Τότε το “Νησί της Αφροδίτης” παιζόταν σε 170 πόλεις της
Σοβιετικής Ένωσης, κι εγώ ετοιμαζόμουν να κατέβω στην πατρίδα
προσκαλεσμένος απ’ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, που ανέβαζε το
έργο μου με πρωταγωνίστρια την Κυβέλη.
Την
πρόσκληση, όπως και το αντίστοιχο συμβόλαιο για τ’ ανέβασμα που ‘πρεπε
να υπογράψω, την είχε φέρει ο τότε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου
του ΚΘΒΕ Γιώργος Θεοτοκάς (είχε έρθει συμπτωματικά στην
ΕΣΣΔ ύστερα από επίσημη πρόσκληση της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων μαζί
με τους Ελύτη και Εμπειρίκο).









Κι όσο για το Νίκο Ζαχαριάδη, ήρθε στο σπίτι μου στη
Μόσχα να μ’ επισκεφτεί τον ίδιο πάνω κάτω καιρό, για να με πληροφορήσει
ότι μόλις είχε καταθέσει στην ελληνική πρεσβεία τη γνωστή επιστολή με
την οποία ζητούσε να κληθεί και να λογοδοτήσει στην ελληνική δικαιοσύνη
για ό,τι του καταμαρτυρούσε η τελευταία. (4)
“Νίκο,
έχω τα γράμματα που μου ‘στελνες απ’ το Μποροβίτσι. Για ευνόητους
λόγους δεν μπορώ να τα πάρω μαζί μου γυρίζοντας στην Ελλάδα”
,
του είπα σ’ αυτή τη στερνή μας συνάντηση. (Εκτός από τα δικά του,
υπήρχαν κι άλλα πολλά υλικά – π.χ. τα γράμματα, οι διαμαρτυρίες, οι
εκκλήσεις για βοήθεια από την Τασκέντη, τις φυλακές, τις εξορίες, του
μεράρχου Καλιανέση, του ταξίαρχου Τομπουλίδη, του Ράφτη, του Μπάστη
κ.ά.).





“Η θέση τους είναι στο αρχείο του Κόμματος. Να τα παραδώσεις σ’ αυτό”, πρότεινε.
«Έχω κόψει κάθε σχέση με τη δοτή ηγεσία Κολιγιάννη», δυσφόρησα εγώ.
Τελικά συμφωνήσαμε να τα δώσω στο Σοβιετικό συγγραφέα Μπόρις Πολεβόι, υπεύθυνο των Διεθνών Σχέσεων της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων Αυτός θα τα προωθούσε στ’ αντίστοιχο τμήμα του ΚΚΣΕ.





Ύστερα από τριάντα χρόνια τα γράμματα αυτά θα τα ‘βρισκε στα σοβιετικά αρχεία ο Κύρος, ο  μεγάλος γιος του Ζαχαριάδη,
που έδωσε στη δημοσιότητα εδώ στην Αθήνα την αλληλογραφία του πατέρα
του μ’ εμένα. Είχα μια συνάντηση με τον Κύρο το 1991, την επομένη της
ταφής (μετακομιδής της σορού) του Νίκου Ζαχαριάδη στην
αθηναϊκή γη. Φυσικά ζήτησα να μάθω τι απέγιναν τα δικά μου γραπτά στον
εξόριστο του Μποροβίτσι. Ο Κύρος δεν ήξερε. Κάποτε θα βρεθούν κι αυτά
σίγουρα…





Εν πάση περιπτώσει, από τα δημοσιευμένα γράμματα, που είναι πολύ  λιγότερα απ’ όσα παρέδωσα στον Πολεβόι, χρησιμοποιώ όσα αποσπάσματα δίνουν την ευκαιρία να περιγράψω όχι τόσο τον ίδιο το Ζαχαριάδη (αυτός αυτοπεριγράφεται ως ηγέτης πολιτικός με τον πιο αυθεντικό κι αξιόπιστο τρόπο στα ιδιόχειρα γραπτά του), όσο το δικό μου “παράλληλο βίο” ως  συνοδοιπόρουφίλου και  υποστηρικτή στην περίοδο 1955-1962.





Πρόκειται ουσιαστικά για το αυτοβιογραφικό οδοιπορικό μου
στους δύσβατους δρόμους μιας επικής εποχής, ανεξίτηλα σφραγισμένης απ’
την ηγετική επαναστατική προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη.

_________

Ο Μπεζαντάκος που τρόμαξε τους αστούς

 

 

Η
ιστορία ζωής και το ιστορικό της μνήμης του κομμουνιστή Μιχάλη
Μπεζεντάκου, οι πράξεις του οποίου σημαδέψαν την εποχή του και έντυσαν
μουσικά μια άλλη, δείχνει όλη την τραγικότητα της κομμουνιστικής
περιπέτειας του 20ου αιώνα, την οποία ο ίδιος βίωσε με ακραίο
τρόπο. Ο Μανιάτης από την Δραπετσώνα, ο «πιστολέρο» των
αρχειομαρξιστών, έζησε και συμμετείχε ενεργά στο μεγάλο κοινωνικό
εμφύλιο του ελληνικού μεσοπολέμου. Στρατεύτηκε στους αρχειομαρξιστές και
κατόπιν στους φραξιονιστές, γενικά στην Αριστερή Αντιπολίτευση και όχι
στο ΚΚΕ, το επίσημο τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ενεπλάκη ενεργά
στις βιαιότητες ανάμεσα στις δύο οργανώσεις στήνοντας ενέδρες σε μέλη
του ΚΚΕ ή συμμετέχοντες σε ανοιχτές συγκρούσεις. Στο πλαίσιο της μεγάλης
κρατικής καταστολής πρωταγωνίστησε σε μια απλή αντιπολεμική επέτειο,
στην οποία συνελήφθη ένα μέλος του ΚΚΕ. Σκότωσε έναν αστυφύλακα για να
ελευθερώσει τον αντίπαλο μέχρι τότε κομμουνιστή από μια μικρής συνέπειας
σύλληψη, με σκοπό να αποδείξει την συμπάθειά του στο ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα
ήταν να προκληθεί ένα μικρός «Μεγάλος Φόβος» στους αστούς το πρώτο
δεκαήμερο του Αυγούστου το 1931, ενισχύοντας τον αντικομμουνισμό και την
τρομοκρατία του καθεστώτος. Χαρακτηρίστηκε αδίστακτος, στυγερός
δολοφόνος και όργανο της Γκεπεού. Κυνηγήθηκε, κρύφτηκε, προδόθηκε από
τους συντρόφους του και συνελήφθη. Στην αρχή όλες οι κομμουνιστικές
οργανώσεις τον αποκήρυξαν, όπως και τις πράξεις του, αλλά ο κίνδυνος να
εκτελεστεί ενεργοποίησε αντανακλαστικά υπέρ της διάσωσής του. Προσχώρησε
στο ΚΚΕ. Απέδρασε και διέφυγε με κινηματογραφικό τρόπο, μετατρέποντας
την απόδρασή του μέσα στο Καρναβάλι του 1932 σε ένα κοροϊδευτικό πάθημα
για τον ελληνικό αστικό κόσμο. Φεύγοντας με σοβιετικό πλοίο στην
Σοβιετική Ένωση, προσπάθησε να καρπωθεί τα κέρδη από τον Σοσιαλιστικό
Παράδεισο και να ξεκινήσει μια νέα ζωή ως εργάτης στη Μόσχα. Ωστόσο,
ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπο της αντεπανάστασης και οδηγήθηκε ως
σαμποτέρ και εχθρός του σοβιετικού λαού στο άδοξο πεδίο της εκτέλεσης
από κομμουνιστικά πυρά. Στην Ελλάδα τα αδέρφια του συνέχισαν την
αγωνιστική τους δράση και μαζί με το ΚΚΕ ήταν σίγουροι ότι σκοτώθηκε
ένδοξα στον ισπανικό εμφύλιο ενισχύοντας τοι ηρωικό προφίλ του.


Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν ο αγωνιστής που υμνήθηκε όσο λίγοι
κομμουνιστές στην Ελλάδα και η μνήμη του διασώθηκε μέσα από ένα τραγούδι
γραμμένο από έναν ελληνορώσο συγκρατούμενό του από την Γεωργία. Το
ξεχασμένο τραγούδι και η ιστορία του ανασύρθηκε στη μεταπολίτευση από
τον Πάνο Τζαβέλα, έναν μουσικό-τραγουδιστή αγωνιστή της αντίστασης και
του εμφυλίου, ο οποίος το ενέταξε οργανικά στη λαϊκοδημοκρατική
ιδεολογία της εποχής της αγωνιστικής ανάτασης και του πολιτικού
νεολαιίστικου κινήματος. Όμως η μνήμη του στην Ρωσία, αν και
αποκαταστάθηκε σχετικά νωρίς, ταυτίζεται με εκείνη του Έλληνα μάρτυρα,
θύμα των σταλινικών διώξεων. Η κόρη του έγινε καλόγρια και ήλπιζε ο
πατέρας της να κατάλαβε τον εγκληματικό χαρακτήρα του κομμουνισμού
μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως ακόμα και σήμερα οι νέοι
κομμουνιστές στα διάφορα κουτούκια και συναντήσεις συνεχίζουν να
τραγουδούν για την εποχή εκείνη που οι αστοί τρομάξαν.


81 χρόνια από την ηρωική μάχη που έδωσαν τρεις Επονοελασίτες στον Υμηττό, απέναντι σε 200 Γερμανούς και συνεργάτες τους

Κάστρο δεν ήταν, αλλά άντεξε σαν κάστρο Το μικρό σπίτι στην οδό Αγραίων 47 στον Υμηττό που πολιορκήθηκε από πολυβόλα, όλμ...