Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)

 

 Humorous Birthday With Cartoon Bidet I Meant Happy B Day (1681190)

Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)


Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ
τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω
παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα,
μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους
ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και
τώρα νιώθαμε κούφιοι.


Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και
νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος
καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη
σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και
μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα
ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη
δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια
πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να
μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία
χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα
κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου
έρχονται γέλια.


Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες.
Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι
με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν
κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ.
Τί να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε,
αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται.
Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι
κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τί σιδερωμένα
πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τί καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια,
στο καντίνι που λένε.


Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και
σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια.
Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και
πιο άνετη.


Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια
παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι
στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω
γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το
γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε
η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο.
Ας είναι.


Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την
κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο
δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που
πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία
δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε
Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές,
αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι
κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι
χρόνων.


«Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που
με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει
να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήταν
πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα
πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να
γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα
μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που
σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω
ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά
και μπιντέ.


Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια
χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε
και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ'
άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου
για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό
του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και
πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα
με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε:
Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί
λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή — ένα
σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να
πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;


Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου
(αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά
άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π'
ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα.
Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και
σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ,
είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει
στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.


Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν'
αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας
παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα.
Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή.
Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε
μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και
πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες
καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.


[πηγή: Μάριος Χάκκας, Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 259-263]

Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα

 Crime Puzzle (2021) Review — wine and a kdrama


Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα



 



Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανθρώπων, είναι να μην επιστρέφουν τα πράγματα που
βρίσκουν. Οι άνθρωποι γενικά έχουν πολύ ελαστική συνείδηση, όταν βρίσκουν ξένα
πράγματα. Δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να τα επιστρέψουν. Τους τραβούν σαν
μαγνήτες τα ξένα αυτά πράγματα. Τα νιώθουν δικά τους και πολύ δύσκολα μπορούν να
τ' αποχωριστούν. Εξάλλου, το να χάνει κανείς κάτι έγινε καθημερινό φαινόμενο
πια. Διαφορετικά η πρώτη φράση θα έχανε την αξία της.



Όταν ακόμα δεν υπήρχαν εφημερίδες κι η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα σε πρωτόγονη
κατάσταση, οι άνθρωποι έχαναν και τότε τα πράγματά τους όπως και σήμερα. Π.χ. ο
κυνηγός των παλιών χρόνων έχανε το πέτρινο τσεκούρι του και άλλα αντικείμενα,
που ξαναβρίσκονταν μετά από μερικές χιλιετηρίδες. Απ' αυτά τα ευρήματα γέμισαν
τα Μουσεία και οι ιδιωτικές συλλογές.



Με την εξέλιξη του πολιτισμού κρίθηκε απαραίτητο να ρυθμιστεί και νομικώς η
σχέση του πολίτη που χάνει κάτι μ' εκείνον που το βρίσκει. Έτσι λοιπόν έγινε
ένας ειδικός νόμος, που τον ονόμασαν «απόκρυψη ευρέσεως χαμένων αντικειμένων».
Για να απαλύνουν κάπως τις αυστηρές του διατάξεις, πρόσθεσαν και μια παράγραφο
για αμοιβή του τίμιου ευρετού. Έκτοτε η τιμιότητα αμείβεται με το δέκα τοις
εκατό της αξίας του χαμένου αντικειμένου, που βρέθηκε και παραδόθηκε στον κάτοχό
του. Πριν από τον πόλεμο μου έτυχε κι εμένα μια τέτοια περίπτωση. Μόνο που οι
αρχές -ίσως από άγνοια- δεν πρόσεξαν την παράγραφο, που προβλέπει την αμοιβή για
τον τίμιο ευρετή. Το πράγμα έχει ως εξής:



Κάποτε σουλατσάροντας νύχτα στην Πράγα βρήκα ένα κέρμα των δέκα χέλερ. Αμέσως
έτρεξα στο αστυνομικό τμήμα όπου και παρέδωσα ολόκληρο το ποσό στον αστυνομικό
υπηρεσίας. Έπειτα εξέφρασα την επιθυμία να δημοσιευθεί τ' όνομά μου στις
εφημερίδες και να πάρω την αμοιβή μου, δηλαδή ένα χέλερ. Κάλεσαν τότε, τον
αστυνομικό επιθεωρητή. Μόλις με είδε φώναξε ότι με γνωρίζει καλά τι είμαι, και
γι' αυτό θα με κρατούσε τη νύχτα εκεί. Το πρωί με παρουσίασαν σ' έναν κύριο στον
πρώτο όροφο, που μου πήρε μια κατάθεση. Σύμφωνα με το «Νόμο», καταδικάστηκα σε
πέντε κορόνες πρόστιμο, επειδή... κορόιδεψα τις αρχές. Σε περίπτωση, που δεν θα
είχα χρήματα η ποινή θα μεταβαλλόταν σε σαρανταοκτώ ώρες κράτηση. Προτίμησα το
δεύτερο. Ορκίστηκα τότε, ότι σε περίπτωση που θα 'βρισκα κάτι, δεν θα το
παρέδιδα πια. Δυστυχώς δεν βρήκα από τότε τίποτε άλλο, εκτός από ένα μωρό
αφημένο σ' ένα διάδρομο, όπου βρέθηκα για να σφίξω τη ζώνη μου. Το μωρό το άφησα
εκεί που βρισκόταν.



Η Άννα Μπούκλοβα, παραδουλεύτρα από το Σεστρόβιτσε, πήγαινε κατά τις πέντε το
πρωί προς την τοποθεσία «Αμπέλια», όπου θα έπλενε τα ρούχα μιας οικογενείας.
Περνώντας όμως από τις γραμμές κοντά στο μοναστήρι, σκόνταψε πάνω σε κάτι.
Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα κάτω. Με την έμφυτη εξυπνάδα της διαπίστωσε αμέσως
ότι ήταν ένα δερμάτινο πορτοφόλι. Το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν λογής λογής χαρτιά,
που δεν καταλάβαινε το περιεχόμενό τους. Επειδή όμως από τη φύση της ήταν μια
καλόκαρδη και τίμια γυναίκα, έτρεξε γρήγορα στην αστυνομία και παρέδωσε το
πορτοφόλι στον αστυνομικό υπηρεσίας. Αυτός εξέτασε το περιεχόμενό του και
κιτρίνισε. Έπειτα σηκώθηκε και με φωνή που έτρεμε της είπε:



- Συγχαρητήρια! Βρήκατε εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες
κορόνες, σε τσεκ. Μπορούν να εξαργυρωθούν στην προεξοφλητική τράπεζα της
Βοημίας.



Η Άννα Μπούκλοβα κοίταξε τον αστυνομικό με γουρλωμένα μάτια και επανέλαβε:



- Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες!



- Ναι, είπε πάλι ο αστυνομικός σοβαρά. Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι
χιλιάδες κορόνες! Καθίστε, θα πάρω την κατάθεσή σας.



- Αξιότιμε κύριε, για όνομα του Θεού, αφήστε με να πάω στη δουλειά μου, τον
παρακαλούσε η Άννα Μπούκλοβα και άρχισε να κλαίει. Δεν φταίω για το πορτοφόλι.
Πρέπει να πάω στην περιοχή των αμπελιών για να πλύνω κάτι ρούχα. Σκόνταψα από
απροσεξία.



- Αγαπητή μου κυρία, μόνο για το τυπικό. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να την
εξετάσει η υπηρεσία. Τ' όνομά σας θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Πώς λέγεστε;



-Χριστέ και Παναγία! Και η Άννα Μπούκλοβα ξέσπασε σε κλάματα. Τέτοια ντροπή!
Ξυπνάω το πρωί τίμια γυναίκα και το βράδυ να φιγουράρω στις εφημερίδες. Παναγία
μου, δεν θα τ' αντέξω. Σ' όλη μου τη ζωή τυραννιέμαι σαν το σκυλί. Από το
Στρεζορίτσε πάω στ' Αμπέλια, από τ' Αμπέλια στο Λίμπεν. Παντού πλένω ρούχα. Από
το Λίμπεν πάω στο Χλουμπότσεπι για να συγυρίσω τα σπίτια. Ο άντρας μου πίνει, τα
παιδιά μου τριγυρίζουν με σχισμένα ρούχα κι εγώ φοράω το τελευταίο μου φόρεμα.



Η φωνή της πνίγηκε.



- Μα, κυρία μου, την καθησύχασε ο αστυνομικός˙ είναι καθήκον μου να σας πάρω
κατάθεση και να την περάσω στο πρωτόκολλο. Μην κλαίτε, το βλέπετε ότι πρόκειται
για εκατομμύρια.



- Θεέ μου, συνέχισε η Άννα Μπούκλοβα και το κλάμα της συνεχιζόταν πιο γοερό.
Πρόκειται για εκατομμύρια! Εγώ όμως δεν έκανα τίποτε. Να μου τύχει τέτοιο κακό
τώρα στα γεράματα! Μου φτάνει να κερδίζω με τον ιδρώτα μου λίγα χρήματα, τόσα
όσα φτάνουν για ν' αγοράζω στα παιδιά μου λίγο ψωμί. Όλα ακρίβηναν κι αν ζητήσω
μια κορόνα παραπάνω για σαπούνι θα με πετάξουν στο δρόμο. Τότε πρέπει να ψάχνω
να βρω άλλη δουλειά. Δεν χάρηκα ποτέ στη ζωή μου, αλλά και δεν έκλεψα ποτέ. Έχω
πλύνει τόσα πολλά ξένα ρούχα, που μου είναι αδύνατο να τα μετρήσω.



- Κυρία μου, ησυχάστε! Πρόκειται για το δέκα τοις εκατό.



- Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με ποσοστά, κύριε. Αφήστε με να πάω στο σπίτι! Δεν
αντέχω πια. Στις εφτά πρέπει να βρίσκομαι στ' Αμπέλια, διαφορετικά τα ρούχα θα
παραβράσουν.



Ο αστυνομικός την κοίταζε οργισμένος, χτύπησε το πορτοφόλι στο τραπέζι και
φώναξε:



-Αρκετά ως εδώ. Πώς ονομάζεστε;



- Αννα Μπούκλοβα, απάντησε η τίμια γυναίκα ανάμεσα στ' αναφιλητά.



- Πού μένετε;



.- Στο Στρεζοβίτσε.



-Οδός;



- Κεντρική οδός.



-Αριθμός;



- Εξήντα εφτά.



- Γεννηθήκατε;



- Μάλιστα, κύριε, η συγχωρεμένη η μάνα μου...



- Σας ρωτώ, πότε γεννηθήκατε.



- Στα 1872.



-Πού;



- Στο σπίτι.



- Ναι, αλλά πού, στην Πράγα; Στην επαρχία;



- Στην επαρχία.



- Θεέ και κύριε, πού ακριβώς;



- Στο Ζράσλαβ, κοντά στην Πράγα.



- Περιφέρεια... Νομός... Μα τι έγινε; λιποθυμήσατε;



Μόλις συνήλθε η γυναικούλα, η ανάκριση συνεχίστηκε και τέλειωσε ως εξής:



- Έχετε αξιώσεις για το δέκα τοις εκατό; Να είστε σαφής.



- Θεός φυλάξει, κύριε. Αφήστε με να φύγω. Η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε: Οι
τίμιοι αμύνονται ως το τέλος.



-Αφού είναι έτσι, υπογράψτε τότε το πρωτόκολλο.



- Στ' όνομα του Πατρός και του Υιού, αναστέναξε η Άννα Μπούκλοβα και υπόγραψε με
μια μονοκοντυλιά.



Τέσσερις ώρες αργότερα εμφανίστηκε στη διεύθυνση της αστυνομίας ένας νεαρός, που
έδειχνε για Αμερικάνος.



- Έχω χάσει, είπε με σπασμένα γερμανικά, πορτοφόλι μου. Αυτό πρέπει να είναι από
τσέπη μου πέσει τελευταία νύχτα. Ανάφερε το ποσόν και τον αριθμό των τσεκ.



Έπειτα συνέχισε, πως δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τα λεφτά, όσο για τις
σπουδαίες επαγγελματικές σημειώσεις, που περιέχει μέσα, για τη φτηνή αγορά
εντοσθίων από χήνες. Του πήραν μια κατάθεση. Όταν του είπαν έπειτα ότι αυτή που
βρήκε τα χρήματα παραιτήθηκε από την αμοιβή του δέκα τοις εκατό, ο βασιλιάς των
εντοσθίων από χήνες είπε:



-Καλά, καλά.



Έπειτα έφυγε, αφού αρνήθηκε να σημειώσει τη διεύθυνση της Άννας Μπούκλοβα.



Οι βραδινές εφημερίδες αφιέρωσαν ολόκληρες στήλες για την τίμια γυναίκα, που δεν
δέχθηκε ένα τόσο μεγάλο ποσό.



Η Άννα Μπούκλοβα, όμως, μεταφέρθηκε το βράδυ στο νοσοκομείο. Ο άντρας της την
έκανε μαύρη στο ξύλο, όταν διάβασε στις βραδινές εφημερίδες το περιστατικό.



μτφρ. Λ Ολύμπιος



 


 

81 χρόνια από την ηρωική μάχη που έδωσαν τρεις Επονοελασίτες στον Υμηττό, απέναντι σε 200 Γερμανούς και συνεργάτες τους

Κάστρο δεν ήταν, αλλά άντεξε σαν κάστρο Το μικρό σπίτι στην οδό Αγραίων 47 στον Υμηττό που πολιορκήθηκε από πολυβόλα, όλμ...