Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 ☆ Το αποτύπωμα των Ελλήνων στο Κάιρο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας •  Fractal

 Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 






Γεννήθηκα στο Κάιρο της Αιγύπτου από
πατέρα Βολιώτη και μάνα Χιώτισσα, στις 9 του Μάη του 1918. Η αλήθεια
είναι πως δεν θυμάμαι πολλά πράματα, παρά μόνο αμυδρά τους περιπάτους
μας με τις μεγαλύτερες αδελφές μου και τη μητέρα μου στα πάρκα της
πόλης, ή όταν πηγαίναμε και χαζεύαμε ώρες ολόκληρες στη γέφυρα του
Νείλου που άνοιγε για να περάσουν τα καράβια και ξανάκλεινε για να
περάσουν αυτοκίνητα και κάρα.

     Για το πώς βρεθήκαμε εκεί και πώς ήταν η ζωή μας, μάθαμε κυρίως από
αφηγήσεις της μητέρας μας. Μας διηγόταν πως ο πατέρας μου την είχε
κλέψει από το πατρικό της στη Χίο, και επειδή και οι δυο οικογένειες,
και του πατέρα αλλά και της μητέρας, δεν ενέκριναν αυτόν τον δεσμό,
αναγκάστηκαν να μεταναστέψουν στην Αίγυπτο που ζούσε η μεγαλύτερη αδερφή
της μητέρας μας με την οικογένειά της. Τότε πολλοί Έλληνες ζούσαν στην
Αίγυπτο και πολλοί Εβραίοι.

     Βοήθησαν τον πατέρα μου για δουλειά και πιάστηκε πολύ γρήγορα, και
με τη βοήθεια της εκεί εβραϊκής κοινότητας άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία
για πλεκτά και τρικό. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και σιγά σιγά μεγάλωνε η
επιχείρηση και εργάζονταν σ’ αυτήν πενήντα εργάτριες. Το προϊόν γινόταν
ανάρπαστο στην αγορά. Η ζωή μας ήταν ευχάριστη και ήμασταν, όπως έλεγε η
μαμά, ευτυχισμένοι. Αλλά ο πατέρας μου ―σχεδόν αγράμματος, είχε βγάλει
με το ζόρι τη δευτέρα δημοτικού, όπως έλεγε― έμπλεξε με μια παρέα
πλουσίων Εβραίων και Αράβων και έπαιζαν χαρτιά. Η μητέρα μου και οι
δικοί της τον συμβούλευαν να αφήσει τα χαρτιά και να αφοσιωθεί
περισσότερο στην οικογένεια, στα παιδιά και στη δουλειά του.

     Ήμασταν τότε τέσσερα παιδιά με διαφορά ηλικίας λιγότερο του ενάμιση
χρόνου, τρία κορίτσια κι εγώ ο τέταρτος, ο κανακάρης, που με τις
εντολές του πατέρα έπρεπε να μου κάνουν όλα τα χατίρια. Η μητέρα
εργαζόταν σκληρά με τα τέσσερα παιδιά και το νοικοκυριό, ενώ ο πατέρας
μόνον χρήματα της έδινε, κι αυτά μετρημένα, για να ξοδεύει για τις
ανάγκες του σπιτιού, ενώ του ίδιου καρφί δεν του καίγονταν πώς τα φέρνει
βόλτα μόνη της η καημένη. Ήταν πολύ στοργική και καλή και ό,τι δεν
γνώριζε από τις δουλειές του νοικοκυριού τής το μάθαινε η αδελφή της.
Ευτυχώς που ο πατέρας δεν ήταν ιδιότροπος στο φαΐ και έτρωγε ό,τι του
προσφερόταν ή έτρωγε έξω και έλεγε ότι δεν πεινάει.
     Πολλές φορές
έφερνε και την παρέα του στο σπίτι για να παίξουν χαρτιά και η μητέρα
κόβονταν να τους περιποιηθεί και έλεγε, ασφαλώς έτσι και καλύτερα θα
περιποιούνταν τον πατέρα μας στα σπίτια τους, όταν πηγαίνουν εκεί για
παιχνίδι. Τα υπόμενε όλα αυτά η μητέρα, μα και πάλι τον συμβούλευε, αλλά
αυτός αλλού βρέχει, ήλπιζε να πιάσει την καλή, όπως έλεγε, δηλαδή να
κερδίσει, αλλά το κακό δεν άργησε να έλθει. Τα έχασε όλα, και εργοστάσιο
και σπίτι και όλες τις οικονομίες που είχε. Από τη ντροπή του δεν ήξερε
τι να κάνει και υποχρεώθηκε, με τη βοήθεια της εβραϊκής Κοινότητας πάλι
και της ελληνικής παροικίας, να βγάλουμε τα εισιτήρια για να
επιστρέψουμε στην Ελλάδα όπου ζούσαν άλλα τέσσερα αδέλφια του πατέρα μου
και ο παππούς, και ήλπιζε πως θα τον στήριζαν. Η οικογένεια της μητέρας
μου στην Αίγυπτο τον είχε αποκληρώσει για τις πράξεις του και όχι μόνο
δεν μας βοήθησαν, αλλά ούτε και ήρθαν στο λιμάνι να μας αποχαιρετήσουν.
Και να ’μαστε, αντίο Αίγυπτος, και ταξιδεύουμε με το καράβι για τη
μητέρα Ελλάδα.



(από το βιβλίο: Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς, Έλληνας, Εβραίος και αριστερός,
Νησίδες, 2000)





Άντον Τσέχωφ, Ένας αριθμός

 Renoir In The 20th Century': A Master's Last Works : NPR

 Άντον Τσέχωφ, Ένας αριθμός

 

Τις προάλλες
φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να
της δώσω το μισθό της.


- Κάθισε να
κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να
ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν... Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...


- Για σαράντα.


- Όχι, για
τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες...
Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...


- Δύο μήνες και
πέντε μέρες...


- Δύο μήνες
ακριβώς... Το 'χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε
εννιά Κυριακές... Δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά.
Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...


Η Ιουλία έγινε
κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν
είπε λέξη.


- Τρεις
γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις
μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις
μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό...
Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια...
Σωστά;


Το αριστερό μάτι
της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την
έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.


- Την παραμονή
της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε
δύο ρούβλια... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο,
μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον
Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα
δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια
της Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε...
Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα
ρούβλια...


- Όχι, δεν έγινε
τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.


- Το 'χω
σημειώσει!


- Καλά...


- Βγάζουμε είκοσι
επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα…


Τα μάτια της
Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο
κορίτσι!


- Μα εγώ μια φορά
μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η
Ιουλία και η φωνή της έτρεμε.......Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.


- Μπα; Και γω δεν
τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα
χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία.... ένα και ένα... Πάρ' τα...


Και της έδωσα
έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.   


- Ευχαριστώ,
ψιθύρισε.


Πετάχτηκα ορθός
και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.


- Και γιατί με
ευχαριστείς;


- Για τα χρήματα.


- Μα, διάολε, εγώ
σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;


- Οι άλλοι δε μου
'διναν τίποτα!...


- Δε σου 'διναν
τίποτα. Φυσικά!... Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα.


Πάρε τα ογδόντα
σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου;
Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν
πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου;    Γιατί είσαι άβουλη;


Μουρμούρισε
μερικά ευχαριστώ και βγήκε.


 

81 χρόνια από την ηρωική μάχη που έδωσαν τρεις Επονοελασίτες στον Υμηττό, απέναντι σε 200 Γερμανούς και συνεργάτες τους

Κάστρο δεν ήταν, αλλά άντεξε σαν κάστρο Το μικρό σπίτι στην οδό Αγραίων 47 στον Υμηττό που πολιορκήθηκε από πολυβόλα, όλμ...