Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014












 

Η
Ελλάδα της κρίσης ζει και αναπνέει για νούμερα. Όσο μεγαλύτερα, τόσο
καλύτερα. Η αριθμολαγνεία μοιάζει με το παράπλευρο αποτέλεσμα της
φτώχειας ενός λαού που έμαθε απότομα να μετράει και το τελευταίο ευρώ.
Οπότε, δεν έχει σημασία τι είναι το ένα εκατομμύριο ευρώ. Σημασία έχει
ότι είναι ένα εκατομμύριο ευρώ. Δεν έχει καν σημασία αν είναι μαύρο
χρήμα ή, όπως στην περίπτωση του Δημήτρη Τσουκαλά, νομίμως φορολογημένο.
Ούτε αν προέρχεται από το δημόσιο ή από
πόρους του ιδιωτικού τομέα. Το ποσό μετράει, το ακριβές νούμερο…



 


Στην περίπτωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Τσουκαλά δεν υπάρχει –οικονομικά μιλώντας– κανένα σκάνδαλο.


Πήρε μια παχυλή αποζημίωση από
ένα πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης, το οποίο πρόσφερε ως μπόνους σε όλους
τους υπαλλήλους της η (ιδιωτική) τράπεζα στην οποία εργαζόταν.
Ιδιωτικός υπάλληλος ήταν, ας έπαιρνε και περισσότερα, αν μπορούσε. Δεν
ήταν από την τσέπη μας. Κι όμως, παρότι υπάρχουν πολλά ζητήματα, για τα
οποία θα μπορούσε κανείς να ψέξει τον πρώην πρόεδρο της ΟΤΟΕ, ουδείς
ασχολείται με αυτά. Μόνο το ποσό επαναλαμβάνεται συνεχώς, για να αφήσει
εντυπώσεις. Ίσως γιατί αν ξύσει κανείς κάτω
από την επιφάνεια, θα πάρει κι άλλους η μπάλα…


Εξηγούμαστε: Το πραγματικό θέμα
πίσω από την «είδηση» που προέκυψε μετά τη δημοσιοποίηση του πόθεν
έσχες του Δημήτρη Τσουκαλά είναι αυτό το είδος του καριερίστικου
εργατοπατερισμού, που αποτελεί το χαϊδεμένο παιδί αυτών ακριβώς που
σήμερα κράζουν μονότονα και υποκριτικά «ένα εκατομμύριο! ένα
εκατομμύριο!». Ο κυβερνητικός συνδικαλισμός, που άνθησε και
υποστηρίχτηκε στις αυλές των κυβερνητικών κομμάτων και του ΣΕΒ, με
συμφωνίες πάνω και κάτω από το τραπέζι, για να μπορούν την κρίσιμη
στιγμή να περνούν τα μέτρα με μερικές ανακοινώσεις και καμιά τρίωρη
στάση εργασίας της ΓΣΕΕ.


Μία από τις «κατακτήσεις» των
αγώνων των τραπεζοϋπαλλήλων ήταν, από το 1993, το δικαίωμα των
συνδικαλιστών στην «απρόσκοπτη υπηρεσιακή εξέλιξη», ανεξάρτητα από το αν
εργάζονταν ή είχαν απαλλαγή καθηκόντων λόγω εκλογής σε συνδικαλιστικά
όργανα. Με απλά λόγια, αυτό επιτρέπει στους συνδικαλιστές της ΟΤΟΕ
(όσους τουλάχιστον θέλουν να κάνουν χρήση του προνομίου, γιατί δεν είναι
όλοι) με την πάροδο των χρόνων να ανεβαίνουν στην ιεραρχία της τράπεζας
μέχρι το βαθμό του διευθυντή, δηλαδή την
υψηλότερη θέση σε μια τυπική δομή τράπεζας, απολαμβάνοντας τον
αντίστοιχο μισθό (έως 15.000 ευρώ το μήνα) και τα παρελκόμενα (ύψος
αποζημίωσης, ύψος σύνταξης κ.λπ.).




Ο Δ. Τσουκαλάς, λοιπόν, έχοντας
συνδικαλιστική άδεια από τότε που ήταν πρόεδρος των εργαζόμενων της
ABNAMROBANK, και αργότερα ως πρόεδρος της ΟΤΟΕ, είχε «απρόσκοπτη
εξέλιξη» ως το βαθμό του διευθυντή, φτάνοντας να αμείβεται με το διόλου
ευκαταφρόνητο ποσό των (περίπου) 100.000 ευρώ το χρόνο, λίγο πριν βγει
στη σύνταξη. Αναλογικά λοιπόν, οι 813.000 της αποζημίωσης είναι ένα
λογικό ποσό…


Ο Δ. Τσουκαλάς δεν έκλεψε
χρήματα, δεν καταχράστηκε δημόσια περιουσία, δεν άφησε τα χρήματα
αδήλωτα. Δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να
είναι ένα ενεργό μέλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, που απολάμβανε
προνόμια με αντάλλαγμα να λειτουργεί πολλές φορές ως τροχοπέδη στους
αγώνες και στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Τίποτα περισσότερο (μάλλον
και καμπόσα λιγότερα) από όσα απολαμβάνει ο σημερινός πρόεδρος της ΓΣΕΕ
Γιάννης Παναγόπουλος, που επίσης προέρχεται
από την ΠΑΣΚΕ του τραπεζικού τομέα.


Προφανώς αυτές οι αμοιβές, η
εργασιακή απαλλαγή για συνεχόμενες δεκαετίες, όπως επίσης και οι σχέσεις
τους με τους εργοδότες τους, τους απομακρύνουν πολύ από το μέσο
εργαζόμενο που –υποτίθεται– ότι έχουν εκλεγεί για να εκπροσωπούν.
Πράγματι. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπήρξε τόσο εύκολο το πέρασμα στην
«αντίπερα όχθη», με πολλούς από τους πρώην συνδικαλιστές της ΓΣΕΕ και
της ΑΔΕΔΥ να εξελίσσονται (κι άλλη απρόσκοπτη εξέλιξη, εδώ) σε υπουργούς
των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.


Πρόκειται για τον συνδικαλισμό
των «κοινωνικών εταίρων» χτες, των συνομιλητών της τρόικας σήμερα. Με
αυτή την έννοια, το «έγκλημα» του κ. Τσουκαλά δεν ήταν το ένα
εκατομμύριο ευρώ. Το «έγκλημα» των επαγγελματιών συνδικαλιστών της ΟΤΟΕ
είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια ανέχονται δίπλα στα δικά τους «προνόμια»
να εξελίσσεται ένα εμπόριο ενοικιαζόμενων εργαζόμενων στα call center
και τα υποκαταστήματα των τραπεζών, δεν αποκαλύπτουν την πολιτική των
τραπεζών για την αφαίμαξη των πολιτών, δεν
μιλούν για τις αμαρτίες του τραπεζικού συστήματος, δεν απεργούν καν για
την κατάργηση της συλλογικής σύμβασης. Στην καλύτερη εκδοχή,
διατηρώντας τα προνόμια του κλάδου τους και μόνο· στη χειρότερη,
διατηρώντας απλώς τα δικά τους, προσωπικά προνόμια. Σε κάθε περίπτωση,
λερώνοντας την έννοια του ίδιου του συνδικαλισμού ως συλλογικής
οργάνωσης των εργαζόμενων για να μπορέσουν να επιβάλουν τη δύναμή τους.


Μπορεί λοιπόν να έχουν
απόλυτο δίκιο στην Κουμουνδούρου όταν λένε ότι ξαφνικά το σύστημα
θυμάται τα κακώς κείμενα μόνο όσων συνδικαλιστών… αυτομολούν στο ΣΥΡΙΖΑ ή
έστω με όποιον τρόπο αντιστέκονται στη λαίλαπα των μνημονίων (να
θυμίσουμε τις επιθέσεις στον Ν. Φωτόπουλο της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, τα πρωτοσέλιδα
για τον το Θ. Μπαλασόπουλο της ΠΟΕ ΟΤΑ, ή τις αποκαλύψεις για τον
Καλφαγιάννη της ΠΟΣΠΕΡΤ – τα παραδείγματα είναι άπειρα), όμως μερικές
διαχωριστικές γραμμές είναι
κρίσιμες για ένα αριστερό κόμμα που θέλει να υπερασπίζεται το
συνδικαλισμό των εργαζόμενων και όχι τους εργατοπατέρες. Που
ενδιαφέρεται για τους εργαζόμενους που δίνουν τη μάχη της επιβίωσης και
όχι εκείνους που προσφέρουν ως αντάλλαγμα την εργασιακή ειρήνη με όφελος
προσωπική ανέλιξη και τις καλύτερες οικονομικές απολαβές.


Αυτό με τη γυναίκα του Καίσαρα, καλό θα ήταν να το θυμούνται στην Κουμουνδούρου…



Διαχωρισμοί







(ένα κείμενο του Θ. Κοντονάτσιου, μέλους ΣΥΡΙΖΑ)










Πολύς και άνευ ουσίας θόρυβος έγινε τελευταία με
αφορμή τις αναφορές, πρώτα και κύρια από τον αστικό τύπο, για την περιουσιακή
κατάσταση κάποιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Το φαινόμενο δεν είναι φυσικά πρωτότυπο,
είναι όμως ενοχλητικό και κινείται, εμπλουτισμένο με μεγάλες δόσεις υποκρισίας
και κοινωνικού αυτοματισμού, στα όρια του ποταπού.





Η διάκριση κάποιων ατόμων ή κοινωνικών ομάδων, η
ιεράρχηση και ο χαρακτηρισμός τους ως ‘καλές’ και πολύ αριστερές ή ‘κακές’ και
λίγο αριστερές, είναι ένας τρόπος κατακερματισμού της κοινωνίας και διαχωρισμού
των κοινωνικών ομάδων. Πρόκειται για την δημιουργία μιας διαχωριστικής γραμμής
ρατσιστικού τύπου μέσα σε ένα περιβάλλον ανθρώπων που χαρακτηρίζεται, είναι ή
νομίζει πως είναι αριστερό-προοδευτικό.





Τα άτομα που βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτού του
κυνηγιού μαγισσών δεν παρανόμησαν, δεν ζουν προκλητικά ούτε απέκτησαν την
περιουσία τους απομυζώντας Δημόσιους πόρους. Ότι υπάρχει δεν αποκτήθηκε
αδιαφανώς ούτε με συστημικά τεχνάσματα και ‘παρακάμψεις’. Όμως οι άνθρωποι
αυτοί, και ίσως αυτό να είναι για κάποιους το πλέον ενοχλητικό, είναι στελέχη
της αριστεράς με ευρεία αποδοχή και σοβαρή δυναμική τρέχουσας και μελλοντικής
προσφοράς.





Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αποφάσισαν -ως μη όφειλαν-
να μιλήσουν εκτεταμένα και με συνεχείς γραπτές αναφορές και συνεντεύξεις
προσπαθώντας να εξηγήσουν πως δεν κινήθηκαν ούτε κατά διάνοια στα πλαίσια
παραβατικών ή έστω αμφιλεγόμενων πρακτικών απαντώντας σε πολλαπλές, ακόμη και
προσωπικού τύπου, ερωτήσεις. Όποιος σκέπτεται νηφάλια οφείλει να αναγνωρίσει
την ευαισθησία και την θετική τους στάση. Φαίνεται επίσης πως ήταν απολύτως
ορθή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος, δίνοντας στο θέμα την βαρύτητα που εξ αρχής
του άξιζε, σεβάστηκε τις προσπάθειες των στελεχών αυτών να αμυνθούν τόσο ως
πρόσωπα όσο και ως στελέχη της αριστεράς χωρίς να δώσει συνέχεια στην ανούσια,
επικεντρωμένη σε πρόσωπα, συζήτηση.





Όπως μέσα στην κοινωνία υπάρχουν μαύροι, άσπροι
και κίτρινοι άνθρωποι έτσι και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν άνθρωποι φτωχοί,
λιγότερο φτωχοί και μερικοί που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλούσιοι. Ο
διαχωρισμός αυτός δεν μας κάνει. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον σε αυτό. Δεν υπάρχει
ουσία ούτε ‘συμβολισμοί’. Εκτός εάν συμφωνήσουμε να χαράξουμε ένα άλικο γράμμα
στο μέτωπο όσων ξεπερνούν ένα ορισμένο όριο (ποιο άραγε;) εισοδημάτων. Ο
κοινωνικός κατακερματισμός και ο διαχωρισμός των ανθρώπων δεν είναι παρά ένας
υφέρπων εργαλειακός ρατσισμός νέου τύπου που αξιοποιείται κατά κόρον από τους
τεχνικούς της νέο-εξουσίας. Θα υιοθετήσουμε τον τρόπο σκέψης και τα πλέον
ποταπά χαρακτηριστικά του αντιπάλου λοιπόν;





Όμως η συζήτηση αυτή οδηγεί άμεσα και σε δύο
βασικές παρατηρήσεις που θα πρέπει ίσως να τονιστούν ξεχωριστά.





Παρατήρηση πρώτη: Η ίδια η θεσμοθέτηση των ελέγχων
πόθεν έσχες και της δημοσιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των πολιτικών
πέραν του γεγονότος πως έχει αποδειχθεί ανούσια και απολύτως αναποτελεσματική,
εμπεριέχει και μεγάλη δόση υποκρισίας. Το κυριότερο όμως είναι πως λειτουργεί
με ξεκάθαρο εργαλειακό τρόπο στα χέρια επιτήδειων «ρυθμιστών» στης πολιτικής οι
οποίοι ανεβάζουν και κατεβάζουν πρόσωπα και υπολήψεις κατά το δοκούν. Σε αυτού
του τύπου τις μεθοδεύσεις της συντήρησης και της αστικής προπαγάνδας η αριστερά
θα πρέπει να απαντά άμεσα με νηφαλιότητα αλλά και στο επίπεδο και την έκταση
που αρμόζει. Με αυτόν τον τρόπο οι εκστρατείες πολιτικής και ηθικής
αποδυνάμωσης θα πέφτουν στο κενό. Διαφορετικά θα ξαναζήσουμε το φαινόμενο η
αριστερά να τρέχει καταϊδρωμένη πίσω από την προπαγάνδα των αντιπάλων της
αλλάζοντας σπασμωδικά και αδικαιολόγητα την πολιτική της ατζέντα και χάνοντας
έτσι -σε αυτές τις πολύ κρίσιμες εποχές που ζούμε- κάτι εξαιρετικά πολύτιμο: την
εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των πολιτών.





Παρατήρηση δεύτερη: Για το ζήτημα αυτό ξαναζήσαμε
την ίσως άκριτη υπερ-ευαισθησία ειδικού τμήματος εντός της ίδιας της αριστεράς.
Ο αδικαιολόγητος, στην συγκεκριμένη περίπτωση, θόρυβος απαξίωσης στελεχών του
κόμματος βρήκε δυστυχώς βολικό όχημα -σχεδόν βολικότερο και από την ίδια την
αστική προπαγάνδα- την νοοτροπία και τα επιχειρήματα του τμήματος αυτό.





Οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη παρεκτροπή στελέχους
είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα και τελεσίδικα ώστε να
ικανοποιείται το αίσθημα του δικαίου αλλά και να λειτουργεί ο εσωτερικός
συμβολισμός στον οποίο τόσο ευαίσθητη είναι -και πρέπει να είναι- η αριστερά.
Όμως, προς το παρόν, τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει. Είναι λοιπόν σημαντικό ο
ΣΥΡΙΖΑ να είναι περισσότερο προετοιμασμένος για να αντιμετωπίσει επιθέσεις
προσωπικής σπίλωσης των στελεχών του. Οι επιθέσεις αυτές στο μέλλον θα
αυξάνονται συνεχώς σε ποσότητα και ένταση. Η αριστερά πρέπει να δείξει με ήρεμο
αλλά σταθερό και αμετάκλητο τρόπο σε όσους είναι υπερβολικά δεκτικοί στα
προπαγανδιστικά τεχνάσματα, που ακριβώς βρίσκονται και ποια είναι τα πλαίσια
μέσα στα οποία είναι δυνατόν να κινούνται.


Πρέπει όλοι να θυμόμαστε πως οι δεσμώτες στη
σπηλιά του Πλάτωνα τελικά δεν είχαν δίκιο και πως όποιος ζει στις σκιές μπορεί,
χωρίς να το καταλάβει ο ίδιος, να ξεπέσει στην υπόσκαψη και να συνεισφέρει στην
αποδυνάμωση όχι απλά του κόμματος αλλά του κινήματος συνολικά.








Θανάσης Σ. Κοντονάτσιος


Μέλος ΣΥΡΙΖΑ


Ο.Μ. Αγίας Παρασκευής




81 χρόνια από την ηρωική μάχη που έδωσαν τρεις Επονοελασίτες στον Υμηττό, απέναντι σε 200 Γερμανούς και συνεργάτες τους

Κάστρο δεν ήταν, αλλά άντεξε σαν κάστρο Το μικρό σπίτι στην οδό Αγραίων 47 στον Υμηττό που πολιορκήθηκε από πολυβόλα, όλμ...